- ευαισθησία
- Η ιδιότητα του ευαίσθητου. Ε. λέγεται και η ιδιότητα ενός οργάνου μετρήσεων που αποτελεί ένα από τα μέτρα της ποιότητάς του. Η ε. εκφράζεται με τον λόγο της γραμμικής ή γωνιακής μετατόπισης Δα του δείκτη στην κλίμακα του οργάνου προς τη μεταβολή του μετρούμενου μεγέθους, το οποίο προκάλεσε τη μετατόπιση. Όσο η ε. του οργάνου είναι μεγαλύτερη, τόσο μικρότερες ποσότητες είναι δυνατόν να μετρηθούν καθώς αυξάνει η διακριτική ικανότητα του οργάνου.
Στη ραδιοτεχνία, ε. είναι η ικανότητα ραδιοηλεκτρικού δέκτη (για παράδειγμα, το ραδιόφωνο, η τηλεόραση) να μπορεί να συλλαμβάνει και να αναπαράγει με την απαραίτητη ποιότητα αρκετά ασθενικά ραδιοσήματα. Η ε. χαρακτηρίζεται από την τάση (σε μικροβόλτ ή μιλιβόλτ) του σήματος υψηλής συχνότητας που φτάνει στην κεραία και παρέχει στην έξοδο του δέκτη ορισμένη τάση ή ισχύ. Όσο πιο μικρός είναι ο αριθμός των μικροβόλτ που χαρακτηρίζουν την ε. του δέκτη, τόσο μεγαλύτερη είναι αυτή.
Στην ηλεκτρολογία, ε. χαρακτηρίζεται η καμπύλη που δίνει για έναν ορισμένο τύπο ακτινοβολίας την ένταση του φωτοηλεκτρικού ρεύματος σε συνάρτηση με το μήκος κύματος του φωτός που φωτίζει το φωτοκύτταρο· επίσης, ο λόγος του ρεύματος στην έξοδο ενός φωτοκύτταρου προς την προσπίπτουσα φωτεινή ροή κάτω από καθορισμένες συνθήκες φωτισμού.
Η ε. των αρνητικών φωτογραφικών γαλακτωμάτων εκφράζεται με αριθμούς που λέγονται βαθμοί. Οι αριθμοί αυτοί συνδέονται με την ένταση του φωτός και τη φύση του αντικειμένου που φωτογραφίζεται. Επιτρέπουν τον καθορισμό του χρόνου κατά τον οποίο πρέπει να εκτεθεί η φωτογραφική πλάκα στο φως.
(Ζωγρ.) Η ε. είναι η ταχύτητα με την οποία ένα φωτοπαθές υλικό μπορεί να δώσει μία λανθάνουσα ή ορατή εικόνα, όταν επιδράσει πάνω σε αυτή φως ή άλλη φωτοχημική ακτινοβολία.
* * *η (Α εὐαισθησία) [ευαίσθητος]η ιδιότητα τού ευαίσθητου, το να αισθάνεται κάποιος κάτι εύκολα, γρήγορανεοελλ.η ευπάθεια («στομαχική ευαισθησία»)2. η ψυχική ευπάθεια, ο εύκολος επηρεασμός από ηθικές εντυπώσεις, η λεπτότητα τών αισθημάτων («η ευαισθησία τού χαρακτήρα»)3. η ιδιότητα που έχουν ορισμένα μηχανικά όργανα να επηρεάζεται εύκολα η μεγάλη τους ακρίβεια από ελάχιστη φυσική ή άλλη επίδραση («η ευαισθησία τού ζυγού», «τού θερμομέτρου»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευαίσθητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.